λωλάδα

λωλάδα
η
1) сумасшествие, безумие; 2) глупость, сума- сбродство; глупая выходка; шалость; 3) головокружение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λωλάδα" в других словарях:

  • λωλάδα — λωλάδα, η και λωλαμάρα, η τρέλα, ασυλλόγιστη ενέργεια: Δεν ανέχομαι να κάνεις λωλάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λωλάδα — η (Μ λωλάδα) [λωλός] 1. η κατάσταση τού τρελού, η τρέλα 2. ανοησία, μωρία, απερισκεψία νεοελλ. ζάλη …   Dictionary of Greek

  • λωλαμάρα — η [λωλαμός] λωλάδα …   Dictionary of Greek

  • λώλα — η 1. λωλάδα, τρέλα 2. ανοησία, απερισκεψία 3. φρ. «τήν έκανε λώλα» παλάβωσε, τρελάθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός, κατά το σχήμα τρελός: τρέλα, λεπρός: λέπρα, πικρός: πίκρα] …   Dictionary of Greek

  • λώλαμα — το [λωλαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λωλαίνω, λωλάδα, ξεμώραμα …   Dictionary of Greek

  • λωλαμάρα — η η τρέλα, η επιπόλαιη πράξη, η λωλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λώλαμα — το, ατος η τρέλα, η λωλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»